- κακοντυμένος
- κακόντυτας, η , ο плохо, бедно одетый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακοντυμένος — η, ο αυτός που φορεί φτωχικά ή άκομψα ρούχα … Dictionary of Greek
κακοντυμένος — η, ο αυτός που φοράει φτωχά ή άκομψα ρούχα: Στα ορεινά χωριά τα παιδιά είναι κακοντυμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγραντολόγιστος — και αγραντολόιστος, η, ο [γραντολογώ] 1. (κυρίως για τα ιστία πλοίου) αυτό που δεν έχει ραφτεί γύρο γύρο με γραντί (δηλ. σχοινί), ώστε να αντέχει, να μη σκίζεται, να μην ξεφτίζει 2. αυτός που είναι άσχημα ντυμένος, κακοντυμένος, ασουλούπωτος 3.… … Dictionary of Greek
αρκουδιάρης — ο 1. αυτός που εκπαιδεύει αρκούδες και τις παρουσιάζει σε θέαμα στους δρόμους 2. (ως επίθετο) ο βάναυσος στη συμπεριφορά ή ο κακοντυμένος αλήτης … Dictionary of Greek
ασύστολος — η, ο [συστέλλω] 1. αδιάντροπος («ασύστολο ψέμμα», «ασύστολη γυναίκα») 2. κακοντυμένος … Dictionary of Greek
δυσείματος — δυσείματος, ον (Α) κακοντυμένος … Dictionary of Greek
δυσείμων — δυσείμων, ον (Α) κακοντυμένος … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοείμων — κακοείμων, ον (Α) ρακένδυτος, κακοντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. αβρο είμων, πολυ είμων] … Dictionary of Greek
κακοστολισμένος — η, ο 1. άσχημα διακοσμημένος, αμελώς στολισμένος 2. κακοντυμένος, απεριποίητος … Dictionary of Greek
κακόντυτος — η, ο κακοντυμένος· … Dictionary of Greek